- πάνακι
- πάναξmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανάκι — το [πανί] μικρό κομμάτι πανιού … Dictionary of Greek
πανακίτης — πανακί̱της , πανακίτης prepared with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάρτι — το 1. συνήθ. στον πληθ., ξάρτια τα σκοινιά των καταρτιών και το σύνολο των εξαρτημάτων του καταστρώματος πλοίου: Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω και πανάκι και ξάρτι δεν έχω (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)